Η διαχρονικότητα του αρχαίου ελληνικού θεατρικού λόγου




Σήμερα, όταν γίνεται λόγος για μια θεατρική παράσταση, συνήθως ο κόσμος αποφαίνεται πως πάει να παρακολουθήσει ένα έργο που παίζεται στο τάδε θέατρο.
Ακόμη και για παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο χρησιμοποιείται το ρήμα παίζεται. Έτσι λόγου χάρη ακούμε να παίζεται τον Αύγουστο η Μήδεια του Ευριπίδη, να παίζεται η Ηλέκτρα του Σοφοκλή ή να παίζεται ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου.

Όπως είναι γνωστό, ο πιο αδιάψευστος μάρτυρας της αλήθειας είναι ο λόγος.

Σήμερα το θέατρο έχει εκπέσει στη συνείδηση όλων, θεατών, ηθοποιών και σκηνοθετών, σε ένα παιγνίδι ευκαιριακό, σε μια πανηγυρικού τύπου εκδήλωση, που στοχεύει να δώσει μια διέξοδο στη ανία του σύγχρονου ανθρώπου.

Η ποιοτική διαφορά του σύγχρονου και του αρχαίου Έλληνα αναδεικνύεται και από το πώς βλέπει αυτός την κορυφαία αυτή πολιτιστική εκδήλωση, το θέατρο δηλαδή.

Στην αρχαιότητα ποτέ δεν γίνεται λόγος για παίξιμο τραγωδίας. Ο όρος που χρησιμοποιείται είναι διδασκαλία τραγωδίας. Στο θέατρο του Διονύσου, στα ΝΑ της Ακρόπολης, 17.000 κόσμος βλέπει την τραγωδία ως ένα μέσο εκπαίδευσης. Στο θέατρο καταφεύγουν όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, γιατί εκεί τους δίνεται η δυνατότητα να προβληματιστούν για καταστάσεις, που η ίδια η ζωή μπορεί να διαμορφώσει κατά τέτοιο τρόπο, όπως οι μεγάλοι συγγραφείς και σκηνοθέτες τις προβάλλουν μπροστά στα μάτια τους.

Στην αρχαία ελληνική τραγωδία το κεντρικό πρόσωπο, ο τραγικός ήρωας, βρίσκεται αντιμέτωπος, παρά τη θέλησή του, με τη μοίρα, με το θείο, με την εξουσία, με υπέρτερες απ’ αυτόν δυνάμεις ή είναι αντιμέτωπος με τον ίδιο τον εαυτό του. Ο ίδιος αγωνίζεται για το καλό, αλλά οι συνθήκες ή οι καταστάσεις τον οδηγούν σε διλήμματα ή αδιέξοδα.

Ο θεατής αναγνωρίζει, ή πρέπει να αναγνωρίζει, τον εαυτό του στο πρόσωπο του ήρωα και αυτό είναι που έχει παιδευτική αξία. Ο θεατής είναι αναγκασμένος να προβληματιστεί τι θα έκανε αυτός, αν ήταν στη θέση του ήρωα. Αυτό αποτελεί το έναυσμα για να θέσει σε λειτουργία τη σκέψη του. Έτσι θα βοηθήσει τον εαυτό του να προαχθεί σε ανώτερα επίπεδα της ύπαρξής του, αλλά παράλληλα έτσι προάγεται και ο πολιτισμός.

Ο άνθρωπος εκ φύσεως είναι ένα ατελές ον και ως εκ τούτου ό,τι τον βοηθά να γίνει τελειότερος είναι και χρήσιμο και απαραίτητο για την κοινωνική του συμβίωση. Η αρχαία ελληνική τραγωδία ή γενικότερα το δράμα είναι είδη τέχνης που βοηθούν στον εξανθρωπισμό του ανθρώπινου όντος και τον οδηγούν στην προσαρμογή στις λογικές ή αναγκαίες νομοτέλειες του σύμπαντος.

Μέσα σε 1.300 στίχους, που κατά μέσο όρο έχουν οι τραγωδίες, σε χρονικό διάστημα 45-50 λεπτών τα μηνύματα που εκπέμπονται προς τους θεατές είναι τόσα και τέτοια, που καμιά διδακτική ώρα σε οποιοδήποτε σχολείο ή Πανεπιστήμιο δεν θα μπορούσε να μεταδώσει.

Το πιο γνωστό σε όλους τους Νεοέλληνες έργο του Σοφοκλή «Αντιγόνη» αποτελεί τυπικό παράδειγμα έντονου προβληματισμού και μετάδοσης μηνυμάτων, που, ενώ ετέθησαν πριν 2.400 χρόνια, αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού και στην εποχή μας και οι λύσεις που προτάθηκαν αντικείμενο εφαρμογής σε ένα κόσμο, που μοιάζει να μην οδηγείται στο πουθενά, πέρα από αυτό που μας οδηγούν ισχυρές εξουσίες και κέντρα αποφάσεων ερήμην των φυσικών διαμορφωτών του κόσμου, που είναι όλοι οι πολίτες.

 

Από τον γνωστό «μύθο» του Θηβαϊκού κύκλου ο συγγραφέας γράφει και σκηνοθετεί μια νέα υπόθεση με προεκτάσεις πολιτικές και κοινωνικές, ενώ παράλληλα θέτει έμμεσα υπό διαρκή κρίση το δυϊσμό του ανθρώπου και αναγκάζει τον κάθε θεατή να πάρει θέση σε μεγάλα φιλοσοφικά ή θεολογικά ζητήματα, όπως είναι η ύπαρξη και η τύχη της ψυχής ή η ύπαρξη θεών, που εποπτεύουν τον κόσμο και νοιάζονται γι’ αυτόν.

Μετά το θάνατο του Οιδίποδα, οι δυο δίδυμοι γιοι του, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, συμφωνούν να κυβερνήσουν τη Θήβα εναλλάξ για ένα χρόνο ο καθένας. Ο Ετεοκλής δεν παραδίδει όμως την εξουσία μετά την παρέλευση του έτους και ο Πολυνείκης μαζί με έξι άλλους ηγέτες επιτίθεται εναντίον της πατρίδας του για να πάρει, δικαιολογημένα, αυτό που είχε συμφωνηθεί, τη διακυβέρνηση της Θήβας. Τα δυο αδέλφια λύνουν τελικά τη διαφορά τους σε μονομαχία, στην οποία σκοτώνονται και οι δύο.

Ο νέος βασιλιάς της Θήβας, ο θείος τους από τη μεριά της μητέρας τους, ο Κρέοντας διατάζει να ταφεί με τιμές ο Ετεοκλής ως υπερασπιστής της πόλης και να μείνει άταφος ο Πολυνείκης ως προδότης και εχθρός της πατρίδας του. Φυσιολογικά ως προδότης ο Ετεοκλής μπορούσε να ταφεί χωρίς τιμές έξω από τα όρια της πόλης και τυπικά η υπόθεση να τελειώσει χωρίς να υπάρξουν επιπτώσεις για κανέναν. Ο Σοφοκλής όμως πλάθει το μύθο κατά τέτοιο τρόπο που να δημιουργηθούν τέτοιες καταστάσεις, ώστε να προκύψουν γόνιμοι προβληματισμοί.

Η εξέλιξη του δράματος είναι γνωστή. Η Αντιγόνη παραβαίνει την εντολή του Κρέοντα, θάβει τον αδελφό της, συλλαμβάνεται από τους φύλακες λίγο αργότερα και καταδικάζεται από τον Κρέοντα να πεθάνει φυλακισμένη σε κάποιο απομονωμένο μέρος. Η ίδια όμως αυτοκτονεί και με την αυτοκτονία της συμπαρασύρει στο θάνατο τον Αίμονα, το γιο του Κρέοντα και την Ευρυδίκη, τη γυναίκα του. Στο τέλος ο Κρέοντας ηττημένος ηθικά παραδέχεται τις υπερβολές της αλαζονικής του συμπεριφοράς και παρακαλεί να πεθάνει και ο ίδιος.

Κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά κυρίως μετά το τέλος της αναδεικνύονται στο θεατή τα ακόλουθα πολιτικά ερωτήματα:

Η πολιτική εξουσία έχει το δικαίωμα να νομοθετεί αντίθετα με το εθιμικό δίκαιο; Η ατομική βούληση υποκύπτει στην βούληση της εξουσίας, όταν αυτά τα δύο μέρη έχουν αντίθετες απόψεις; Η οικογένεια, το γένος ή το σύνολο ως άθροισμα γενών κατευθύνουν σε επιλογές και αποφάσεις το άτομο; Η θρησκεία και το ιερατείο της πρέπει να είναι χωριστή από την πολιτική εξουσία ή να υπόκειται σ’ αυτή; Οι στρατιωτικοί ως υπαγόμενοι στην πολιτική εξουσία δέχονται αδιαμαρτύρητα, άκριτα τις αποφάσεις της ή προβάλλουν τη διαφωνία τους όπου και όταν αυτοί νομίζουν;

Μερικά από τα ερωτήματα που αφορούν κοινωνικά ζητήματα θα μπορούσαν να είναι τα εξής:

Οι γυναίκες υπακούουν αδιαμαρτύρητα στην πατριαρχική εξουσία; Γιατί η απόκτηση πλούτου, που προκαλεί αλλαγές στην καθεστηκυία τάξη, αντιμετωπίζεται εχθρικά από αυτήν; Ποια είναι τα όρια επέμβασης των γονέων στις αποφάσεις των παιδιών τους; Ο γάμος είναι ελεύθερη επιλογή προσώπου ή αποτελεί συμφωνία συνένωσης συμφερόντων; Η γυναίκα είναι μέσο για διαιώνιση του ανθρώπινου είδους ή απαραίτητος στη ζωή συμπαραστάτης του άνδρα; Επιτρέπεται ο καθένας να διασφαλίζει την προσωπική του σωτηρία με κάθε τρόπο;

Τα μεταφυσικά ή θεολογικά ερωτήματα που προκύπτουν είναι:

Υπάρχει ψυχή και πού καταλήγει μετά τη φθορά του σώματος; Ο Κρέοντας με τη διαταγή που εκδίδει θέτει προς επικύρωση από το κοινό μια δοξασία πανάρχαια και από την αντίδραση της Αντιγόνης το κοινό δεν απορρίπτει αυτή την δοξασία. Οι θεοί είναι εκείνοι που τιμωρούν για τα λάθη μας ή ο ίδιος ο άνθρωπος πέφτει θύμα της υπερβολής του; Υπάρχει «άτη», «ύβρις» και τελικά επέρχεται μετά από αυτά η «τίσις»; Υπάρχει μοίρα, που καθορίζει εκ των προτέρων την πορεία του ανθρώπου ή ο άνθρωπος είναι δημιουργός της μοίρας του με τις επιλογές του; Έχουν ισχύ οι κατάρες και κατά πόσο βαρύνονται οι απόγονοι για προγονικά αμαρτήματα;

Όλα αυτά τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί οδήγησαν άραγε τον Αλβανό σκηνοθέτη Μικέλ Καλέμι να παρουσιάσει στα Τίρανα την παράσταση της Αντιγόνης στην αίθουσα της Ακαδημίας Καλών Τεχνών δικαιολογώντας αυτή την κίνησή του ως μια βίωση αρχαίου ελληνικού δράματος «μέσα από ένα έργο με διαχρονικούς συμβολισμούς και μηνύματα, που υπερβαίνουν τόπους κι εποχές»; Εξέφρασε μάλιστα τη ελπίδα πως θα μπορέσει να παρουσιαστεί η δουλειά του σε χώρες της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων, έχοντας στο πρόγραμμά του διάφορα φεστιβάλ στην Ελλάδα (!), τη Σερβία και τη Ρουμανία1.

Αξίζει τώρα να αναρωτηθούμε γιατί το αθηναϊκό κράτος χρηματοδοτούσε τις θεατρικές παραστάσεις; Γιατί όλοι οι ηθοποιοί του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου και σύγχρονου θεάτρου στο τέλος της καριέρας τους έχουν ένα και μοναδικό όνειρο, να παίξουν αρχαία ελληνική τραγωδία ή κωμωδία στην Επίδαυρο; Μήπως αντί αυτών πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί κανένας από τους θεατές που κατακλύζουν, ειδικά το καλοκαίρι, τα υπαίθρια θέατρα δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα από αυτά που λέει ο χορός και ενώ μπαίνει με δέος στο θέατρο, βγαίνει απογοητευμένος και μετανιωμένος για ό,τι άκουσε και είδε;

Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα σχετίζεται με το πώς αντιμετώπιζαν τα θεατρικά έργα οι δυο ελληνικές κοινωνίες. Η αρχαία ελληνική κοινωνία μιλούσε για διδασκαλία δραμάτων, ενώ εμείς σήμερα μιλούμε για παίξιμο τραγωδιών ή στην καλύτερη των περιπτώσεων για παράσταση αρχαίου δράματος.


1. Έθνος, 18-10-2005

Κούζας Ιωάννης, εφημερίδα «Διόνυσος», τ. 11, Νοέμβριος 2005.